- ἀγωγῷ
- ἀγωγόςleadingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγωγῶι — ἀγωγῷ , ἀγωγός leading masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυμαγωγώ — κυμαγωγῶ, έω (Μ) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον στα κύματα 2. παθ. κυμαγωγοῡμαι, έομαι οδηγούμαι, φέρομαι από τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + αγωγῶ (< ἀγωγός), πρβλ. παιδ αγωγώ, χειρ αγωγώ] … Dictionary of Greek
σκληραγωγώ — σκληραγωγῶ, έω, ΝΑ ανατρέφω κάποιον με τραχύτητα και αυστηρότητα, τόν εθίζω στις ταλαιπωρίες, τόν εξοικειώνω με τις κακουχίες νεοελλ. μέσ. σκληραγωγούμαι, έομαι συνηθίζω τον εαυτό μου στις κακουχίες και στις ταλαιπωρίες αρχ. φρ. «σκληραγωγῶ τὴν… … Dictionary of Greek
σκυμναγωγώ — έω, Μ ανατρέφω ή περιφέρω λιονταράκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύμνος «νεογνό» + αγωγῶ (< ἀγωγός < ἄγω «οδηγώ»), πρβλ. δημ αγωγῶ] … Dictionary of Greek
στεναγωγώ — έω, Α φιλοξενώ φτωχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + αγωγῶ (< αγωγος < ἀγωγός), πρβλ. σκληρ αγωγώ] … Dictionary of Greek
συλαγωγώ — έω, ΜΑ παίρνω κάποιον ως αιχμάλωτο, αιχμαλωτίζω αρχ. διαρπάζω λάφυρα, λαφυραγωγά>. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦλον / σύλη + αγωγῶ (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. λαφυρ αγωγώ] … Dictionary of Greek
φυταγωγώ — έω, Α καλλιεργώ φυτό και, κυρίως, ενεργώ έτσι ώστε οι κλάδοι ενός φυτού να πάρουν την κατάλληλη διεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + αγωγῶ (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγῶ] … Dictionary of Greek
γερονταγωγώ — γερονταγωγῶ ( έω) (Α) 1. οδηγώ γέροντα, τον βοηθώ να βαδίσει 2. ειρων. διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω κάποιον που βρίσκεται σε γεροντική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρων ( οντος) + αγωγώ < αγωγός] … Dictionary of Greek
κλειδαγωγία — κλειδαγωγία, ἡ (Α) επιγρ. πομπή, λιτανεία κλειδούχων, κλειδοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + αγωγία (< αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. λαφυρ αγωγία, παιδ αγωγία] … Dictionary of Greek
κομπαγωγία — κομπαγωγία, ἡ (Α) καυχησιολογία, κομπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος «καύχησις» + αγωγία < αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία, σκληρ αγωγία] … Dictionary of Greek